- ύριγγα
- ἡ, Αβλ. σύριγγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
ύργα — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «πτύον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὕριγγα πτύον (κυπριακός τ., βλ. λ. σύριγγα)] … Dictionary of Greek